σοβιέτ

σοβιέτ
το
άκλ. (λ. ρωσ.), συμβούλιο των αντιπροσώπων των εργατών και αγροτών της Σοβιετικής Ένωσης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σοβιέτ — το, Ν άκλ. 1. (στα ρωσ.) συμβούλιο 2. πρωτογενής μονάδα στη διακυβέρνηση τής πρώην ΕΣΣΔ, με νομοθετικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες σε επίπεδο πανενωσιακό, αυτόνομης, ομόσπονδης ή ενωσιακής δημοκρατίας, καθώς και επαρχίας, περιφέρειας, πόλης… …   Dictionary of Greek

  • Ανώτατο Σοβιέτ — Ήταν το σοβιετικό κοινοβούλιο, ανώτατο όργανο της κρατικής εξουσίας στην πρώην Σοβιετική Ένωση, και μοναδικό νομοθετικό σώμα. Διέθετε δύο βουλές, το Σοβιέτ της Ένωσης, τα μέλη του οποίου εκπροσωπούσαν τους εργαζόμενους ανεξάρτητα από εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • Μολδαβία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β, στα Α και στα Ν με την Ουκρανία και στα Δ με τη Ρουμανία. Δεν βρέχεται από θάλασσα.H M. ήταν μέχρι το 1991 μία από τις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Mέχρι το 1940 το μεγαλύτερο μέρος της ανήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • σοβιετικός — ή, ό, Ν [σοβιέτ] 1. ο σχετικός με τα σοβιέτ ή αυτός που διοικείται από σοβιέτ 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σοβιετική Ένωση ή προέρχεται από τη Σοβιετική Ένωση 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Σοβιετικός, η Σοβιετική ο κάτοικος τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”